Της Έλενας Λουκοπούλου
- Ποια είσαι
εσύ, μήπως ξέρεις πού είναι η μαμά μου;
- Βρε γλυκιά
μου εγώ είμαι, δε με θυμάσαι; Η Έλενα.
- Δε σε ξέρω
κορίτσι μου, δε σε έχω ξαναδεί, ποια είσαι;
Αυτές οι
κουβέντες θα μείνουν χαραγμένες για πάντα στη μνήμη μου.
Τι αρρώστια
είναι αυτή να σε κάνει να ξεχνάς τα πάντα, όλη σου τη ζωή. Παλεύεις με
εικόνες που σου έρχονται χωρίς να το θέλεις και φεύγουν μέσα σε δευτερόλεπτα
χωρίς να προλάβεις να τις ολοκληρώσεις.
Η γυναίκα για
την οποία σας γράφω, ήταν μια γυναίκα που σε όλη της τη ζωή χαιρόταν με το
παραμικρό.
Κεφάτη,
πρόσχαρη, πάντα με ένα χαμόγελο στο στόμα. Είχε μια
ασταμάτητη ενέργεια, που την διοχέτευε
όπου έβρισκε, στα παιδιά της, στις φίλες της, στις βόλτες... όπου έβρισκε.
Ήθελε πάντα να
τελειώνει γρήγορα τις δουλειές τις και να βγαίνει έξω βόλτες, πότε με τις φίλες
τις και πότε μόνη της. Δεν μπορούσε
να κάτσει στο σπίτι με τίποτα.
Την
κυνηγούσαμε πάντα για να μαζευτεί λίγο και να ξεκουραστεί, γιατί είχε και πρόβλημα
με την καρδιά της και έπρεπε να ξεκουράζεται.
Και η απάντηση,
πάντα η ίδια.
-Δεν πρόκειται
να πάω εγώ από την καρδιά μου, η καρδιά μου είναι μια χαρά.
Ξέγνοιαστα
περνούσαν τα χρόνια, ώσπου ξαφνικά πεθαίνει ο άντρας της από μια αρρώστια που
τον βασάνιζε χρόνια.
Η γυναίκα
ξαφνικά έχασε τον κόσμο, την βλέπαμε τις επόμενες μέρες να γυρνάει μέσα στο
σπίτι σαν χαμένη, σαν να μην είχε τίποτα να κάνει, σαν να έψαχνε μονίμως κάτι.
Είπαμε όλοι
ότι θα της περάσει, ήταν μεγάλο το πλήγμα του χαμού του άντρα της, με τον οποίο
έζησε μια ζωή και το κενό που της άφησε, τεράστιο.
Οι μέρες
περνούσαν και η γυναίκα έμοιαζε να χάνεται στον κόσμο της. Έγινε
καχύποπτη, νόμιζε ότι όλοι ήθελαν το κακό της, ότι ήθελαν να την πετάξουν στο
δρόμο.
Αρπαζόταν με
το παραμικρό, ήθελε να είναι με κάποιον συνέχεια ακόμα και στις δύο τη νύχτα.
Της βγήκαν
πολλά άσχημα πράγματα... "Μανία καταδίωξης" είπε ο γιατρός και της έδωσε χάπια για
να μην κάνει κακό στον εαυτό της, αφού είχε και τάσεις φυγής.
Ξαφνικά, μετά
από καιρό, άρχισε να μη γνωρίζει τα παιδιά της, να μην μπορεί να ολοκληρώσει
μια πρόταση και να μη θέλει να βγει από το σπίτι.
"Δε γίνεται
τίποτα" είπε ο γιατρός, "έχει γεροντική άνοια και πρέπει να την προσέχετε να μην
φύγει και να μην βλάψει τον εαυτό της".
Την φέρναμε
στο σπίτι και άρχιζε να λέει μετά από λίγο.
- Θέλω να φύγω
με περιμένει η μαμά μου. Πρέπει να πάω σπίτι.
Όπου και να
πήγαινε ήθελε να φύγει, για πού κανείς δεν ξέρει... μάλλον, ούτε η ίδια ήξερε.
Τραγικό!
Είναι
απίστευτα άσχημο να βλέπεις έναν άνθρωπο, που ήταν τόσο ζωντανός σε όλη του τη ζωή, να έχει αυτή την κατάληξη. Και το
χειρότερο, δεν μπορείς να κάνεις τίποτα για να τον βοηθήσεις.
Ήταν ο χαμός
του άντρα της, ήταν κάτι άλλο, θα συνέβαινε έτσι και αλλιώς;
Αναπάντητα
ερωτήματα. Κανείς δεν ξέρει, όταν έχεις να κάνεις με την ψυχή του ανθρώπου. Δεν
υπάρχουν απαντήσεις, απλώς, συμβαίνουν κάποια πράγματα.
Το μόνο
παρήγορο - αν μπορεί να το πει κάποιος έτσι - είναι πως είναι ήσυχη στον δικό της
κόσμο. Δε νιώθει
πια ότι την κυνηγάει κάποιος, δεν έχει πια μανία καταδίωξης.
Θα φύγει
κάποια στιγμή ήσυχα. "Ήσυχα..." τι πάει
να πει "ήσυχα...".
Πώς μπορεί να
φύγει ένας άνθρωπος ήσυχος όταν δε θα αναγνωρίζει τους ανθρώπους που θα είναι δίπλα της, που θα νιώθει μόνη
της ακόμα και τις τελευταίες της στιγμές...
Μακάρι να
βρισκόταν κάποιο φάρμακο που θα μας έκανε να ξαναβρούμε τον εαυτό μας όταν
χανόμαστε, να μας ξαναγύριζε πίσω στις καλές στιγμές.
Tι μπορεί να συμβαίνει στο μυαλό κάποιου ανθρώπου αυτής
της ηλικίας και χάνεται;
Όπως και τα
υπόλοιπα όργανα κουράζεται και αποφασίζει κάποια στιγμή να σταματήσει;
Κάποιο οδυνηρό
γεγονός ισοπεδώνει τα πάντα και καταλαμβάνει το είναι σου.
Άγνωστο!
Η γυναίκα αυτή
θα είναι πάντα στη μνήμη μου όπως ήταν παλιά, η ζωηρή, φωνακλού, απαιτητική γυναίκα, που γνώρισα από
την πρώτη στιγμή.
Και ας μου
έσπαγε λίγο τα νεύρα μερικές φορές. Την προτιμούσα έτσι, να δηλώνει την
παρουσία της με όποιο τρόπο, έστω και με αυτόν.
Ο πολιτισμός
μας και η κουλτούρα μας επιβάλλει να είμαστε δίπλα σε αυτούς τους ανθρώπους όταν
μας χρειάζονται πάντα!
ΥΓ. Αυτό το
κείμενο είναι αφιερωμένο σε μία γυναίκα της οικογένειάς μου, που είναι πια ήσυχη
στο δικό της κόσμο και σε όλους τους ανθρώπους που είναι στην ίδια κατάσταση
και παλεύουν με τις μνήμες τους.
Να είμαστε
όλοι όσο πιο κοντά μπορούμε και να μην ξεχνάμε, όσο και αν κουραζόμαστε μερικές
φορές, ότι όλοι μπορεί να βρεθούμε σε αυτήν την κατάσταση.
Λένε ότι το καλύτερο "παυσίπονο" γι αυτούς τους ανθρώπους, είναι η αγάπη, ένα χάδι, μια αγκαλιά. Να ξέρουν πως κάποιος τους νοιάζεται. Κι ας μην το καταλαβαίνουν στο συνειδητό τους επίπεδο. Το νιώθουν...
ΑπάντησηΔιαγραφήΜπράβο σου που το εξωτερικεύεις και το μοιράζεσαι. Θέλει ψυχή και θάρρος αυτό.
Να'σαι καλά Ελενάκι!
Πολύ όμορφο 'Ελενα...'Εχω ζήσει κι εγώ από κοντά μια τέτοια περίπτωση κι ομολογώ πως η αγάπη, η στοργή και η φροντίδα είναι αυτό που έχουν ανάγκη αυτοί οι άνθρωποι. 'Ετσι κι αλλιώς όλοι λίγο ως πολύ είμαστε πλέον περισσότερες φορές χαμένοι σ'ένα προσωπικό κόσμο, απόκοσμο..
ΑπάντησηΔιαγραφήΣε φιλώ
Έλενα, έχω βιώσει παρόμοια κατάσταση και θεωρώ πως αρκετοί από εμάς έχουν βρεθεί στο ίδιο περιβάλλον με ανθρώπους, που έχουν "αποδημήσει" στον δικό τους κόσμο.
ΑπάντησηΔιαγραφήΘέλει ατσαλένια νεύρα και στωική υπομονή για να καταφέρει κανείς να βαδίσει στα δικά τους μονοπάτια. Το αντίστροφο δεν πρόκειται να συμβεί ποτέ...
Αυτές, πάντως, οι καταστάσεις είναι πάρα πολύ δύσκολες και είναι πολύ σκληρή δοκιμασία για όσους τις βιώνουν ακόμα και αυτή τη στιγμή...
Φαίνεται αυτοί οι άνθρωποι να είναι στο δικό τους κόσμο και να μη καταλαβαίνουν. Κι όμως, είναι κάποιες φορές που έχω αισθανθεί ότι καταλαβαίνουν δίχως να μπορούν να εκφραστούν. Ίσως είναι απλά κάποιες αναλαμπές.
ΑπάντησηΔιαγραφήΤο μόνο που θέλουν είναι αγάπη και φροντίδα. Αυτό που χρειαζόμαστε εμείς, υπομονή και δύναμη.
Πολύ ωραίο και συγκινητικό το κείμενο σου, Έλενα.
Φιλιά!
Εχετε δίκιο κορίτσια μου αγάπη, αγάπη, αγάπη, αυτό θέλουν αυτοί οι άνθρωποι.
ΑπάντησηΔιαγραφήΑς είμαστε δίπλα τους!
Φιλιά πολλά σε όλες!
Η μητερα εφυγε και δεν γυριζει πια."Η κατασταση ειναι μη αναστρεψιμη" ειπε ο γιατρος...
ΑπάντησηΔιαγραφή