Της Μαρίας Κανελλάκη
«Ήλθαμε εις γάμου κοινωνίαν», που θα’λεγε κι ο θείος
Ορέστης, o απόστρατος. Ένα κρύο βράδυ, πριν δυο χιλιάδες Μάρτηδες. Τόσους
χειμώνες μου φάνηκε πως μέτρησα από τότε. Όρκοι αιώνιας αγάπης τυλιχτήκανε σε τούλια,
γίνανε μπομπονιέρες και ξεχαστήκανε στο πίσω παρμπρίζ ενός αυτοκινήτου. Την
ιστορική φράση «Είσαι ο θησαυρός μου!»,
την εξέλαβα ως αβρότητα. Δεν αντιλήφθηκα ότι κυριολεκτούσες.
Έκτοτε, οι ιεροί όρκοι καταπατήθηκαν αυθωρεί, που θα’λεγε κι ο θείος. Ο μύθος του «Καλού Παιδιού», αποδομήθηκε σε πενήντα
δύο φύλλα. Τράπουλα και υπόσχεση. «Θα το
κόψω…». Κοπήκαμε εμείς στο τέλος. Χρέη, απειλές και ψυχολογικός ξυλοδαρμός.
Οι διαμαρτυρίες μου κατεστάλησαν βίαια. Κατάχρηση συζυγικής εξουσίας και λίγο πριν παίξεις τα ρέστα σου, η μεγάλη
μπλόφα. “Το παιδί δεν το σκέφτεσαι;”
Το σκέφτηκα. Μου την έπεσε κι ο θείος Ορέστης. Ξοπίσω,
σύσσωμο το ιερό τάγμα συγγενών και φίλων.
Σύνθημα: «Τι θα
κάνεις μόνη σου μ’ ένα μωρό;»
Παρασύνθημα: «Δώσε
μια ευκαιρία… θα δεις, όλα θ’ αλλάξουν!»
Το μόνο που άλλαξε ήταν οι ώρες που δούλευα. Υπερωρία που
πήγε σύννεφο! Να καλύπτονται όλα τα έξοδα . Ακολούθησε αιματοκύλισμα. Το παιδί
μετατράπηκε σε πεδίο βολής. Ενίοτε, χρησιμοποιήθηκε ως ανάχωμα. Που θα’λεγε κι
ο θείος…
Απόφαση για ανατροπή του καθεστώτος τυραννίας, ελήφθη υπό το
κράτος πανικού. Δικηγόρος, χαρτιά, παπαδόσημα, έξοδα παράστασης, η παράσταση
έλαβε τέλος, αυλαία. Και μια υπογραφή, που την πλήρωσα με -μνημονιακής χροιάς- όρους
και πανωτόκια. «Ο λογαριασμός στην κυρία!
Εγώ δεν ήθελα χωρισμούς…»
«Διαζύγιον εξεδόθη!»,
όπως με λύπη του διαπίστωσε ο θείος. Αιματηρή συναινέσει. «Υπογράφω, αλλά δεν θα πάρεις
μία! Θα το μεγαλώσεις μόνη σου! ». Συνηθισμένα τα βουνά. Ουδέν νεώτερον απ’
το πατρικό μέτωπο!
Το μεγάλωσα μόνη μου. Μεγάλωσα κι εγώ μαζί του. Αντέξαμε.
Παρά τους σφοδρούς βομβαρδισμούς με πυρά θανάτου. Χολή κι αδιαφορία. Κι απάνω
που σηκώναμε λίγο κεφάλι, αρχίζανε οι σειρήνες του πολέμου. Έτσι τη βγάζω ετούτη
την ισόβια θητεία. Ανάσα και συναγερμός.
Μικροχαρά και πανικός. Γέλιο και τρεχαλητό στο καταφύγιο. Σφιχταγκάλιασμα με το
παιδί στα σκοτεινά. Εμπύρετες νύχτες,
ξενύχτια, ζόρια, κόντρες κι εφηβικές ανησυχίες. Κι εγώ σκοπιά, μ’ ένα ντεπόν κι
ένα θερμόμετρο υπό μάλης. Και γιορτές σχολικές που δεν τις χειροκρότησε κανείς.
Απ’ το γραφείο τον σκεφτόμουν να λέει το ποίημά του και βάραγα το πληκτρολόγιο,
σα να ήμουν στη γιορτή και του βαρούσα παλαμάκια. Τι να σου λέω τώρα…
Ακολουθεί ανακοινωθέν απ’ το μέτωπο. Που θα’λεγε κι ο
θείος.
«Ευπειθώς
αναφέρω ότι:
Αν
στεκόσουν στο ανάστημά σου, αυτή την εποχή θα έβαζες πλάι σου τον μικρό και θα
στοιχίζατε το ύψος σας. ΄Ενα κι εβδομήντα έφτασε. Θα το χάραζες με μολύβι στην
κάσα της πόρτας. Και θα καμάρωνες».
Χωρίς
ίχνος υπόληψης,
Ο
«θησαυρός» σου!
Ή, κατά τον θείο Ορέστη…
Mόνιμος Στρατιώτης Πεζικού, διατελών
παραλλήλως καθήκοντα:
Υπαλλήλου
Γραφείου
Νοικοκυράς
με μεταπτυχιακά
Οικονομολόγου,
με μάστερ στην αιματηρή – μικροοικονομία
Μητέρας
με ανεγνωρισμένους τίτλους θυσιών
*****
(Είναι
αφιερωμένο στη φίλη που γνώρισα σ’ ένα γειτονικό φυλάκιο. Εγώ με μαυρισμένη την
ψυχή, αυτή με μαυρισμένο το κορμί. Παρέα γλύφαμε τις πληγές μας, πριν γυρίσουμε
αγχωμένες στη σκοπιά μας. Μαζί στις «καλλιόπες», στα μαγειρεία και στα καψόνια.
Κατά τύχη -ίσως- τη λένε Μάχη).
Ευχαριστώ από καρδιάς τους φίλους και τις φίλες που με
τίμησαν με το δεύτερο βραβείο, στο διαγωνισμό του TEXNIS STORIES.
Ευπειθώς αναφέρω ότι η ιστορία αυτή, δεν είναι παρά ένα μικρό αντιπροσωπευτικό
δείγμα απ’ τις γυναίκες (ή και τους άντρες), που δίνουν μικρές - καθημερινές
μάχες επιβίωσης, ανάμεσα σε πυρά «πολέμου». Αν το μεγάλωμα ενός παιδιού
αποτελεί στόχο ζωής για ένα ζευγάρι, όταν αυτό γίνεται προσωπική υπόθεση και
ευθύνη μόνο για τον έναν, τότε είναι άθλος. Κατά την ταπεινή μου πάντα γνώμη…