Της Κωνσταντίνας Πέππα
Η κόρνα του βαπορέτου από το
Canal Grande, απέσπασε την προσοχή μου και εισέβαλε στιγμιαία στις σκέψεις μου.
Ο αντίλαλος, όμως, των ηρώων
του Αλέξη Σταμάτη ήταν αρκετά δυνατός ώστε να με επαναφέρει στον
μυθιστορηματικό κόσμο, από όπου είχα μόλις αναδυθεί.
Ο Ορέστης, η Μαρίνα, η Άννα,
ο Μιχάλης και οι υπόλοιποι ‘συνταξιδιώτες’, ξεπηδούσαν ένας ένας από τις σελίδες και περιφέρονταν
στο δωμάτιο, αποφεύγοντας να διασταυρώσουν τα βλέμματά τους.
Μιλούσαν, αλλά δεν τους
άκουγα. Μονάχα ο Ορέστης με πλησίασε και μου ψιθύρισε στ’αυτί: «Για να συμβαίνουν μερικά πράγματα, πρέπει
ν’ακούς τη σιωπή. Δεν υπάρχει πιο μεγαλειώδης ήχος από τη σιωπή...»
Αναλογίστηκα πόσες φορές είχα
αντέξει να ακούσω τον ήχο της στο παρελθόν, δίχως να το βάλω στα πόδια. Ο αχός
του ποδοβολητού μου, που βούιξε σαν έντομο μέσα στο κεφάλι μου, ήταν αρκετός
για να θυμηθώ...
Πώς να προσπεράσει κανείς τον
Ορέστη με αδιαφορία; Κι ας φαίνεται ένας συνηθισμένος άνθρωπος.
Ο άνθρωπος της διπλανής
πόρτας, που γνωρίζουμε μεν ελάχιστα γι’αυτόν, αλλά μέσα απ’αυτόν, ενδεχομένως
ν’αναγνωρίσουμε τον εαυτό μας.
Ο άνθρωπος που παίζει κρυφτό
με το παρελθόν του και έχει την ψευδαίσθηση ότι δε θα του χτυπήσει ποτέ την
πόρτα.
Φοράει, λοιπόν, το
περιποιημένο του προσωπείο και δίχως να το αντιλαμβάνεται βουλιάζει στην
κινούμενη άμμο, πάνω στην οποία ο ίδιος φρόντισε να χτίσει το παρόν του.
Κι όσο δεν κλείνει τους
παλιούς λογαριασμούς με το παρελθόν, τόσο εκείνο εμφανίζεται μπροστά του.
Το τρίξιμο των οστών από τον
σκελετό που έχει κρυμμένο στην ντουλάπα του – χρόνια τώρα – τον αφήνει
ξάγρυπνο.
Κρυμμένα μυστικά, που δε θα
γλιτώσουν ποτέ από το αδιάκριτο βλέμμα του ήλιου. Αργά ή γρήγορα, όλα βγαίνουν
στο φως. Όλα αναδύονται στην επιφάνεια.
Σαν μεταδοτική ασθένεια, η
απόκρυψη της κρυφής ζωής του Ορέστη, προσβάλλει και τα άλλα μέλη της
οικογένειάς του.
Καθένας κουβαλάει ένα
σεντούκι με μυστικά, μέσα στο ίδιο σπίτι. Ένας οικογενειακός θίασος, που
περιοδεύει από δωμάτιο σε δωμάτιο. Κομπάρσοι στην ίδια τους τη ζωή. Ούτε καν
πρωταγωνιστές.
Τα φώτα σβήνουν, οι πόρτες
κλείνουν και το κρυφό παρελθόν, το θολό παρόν και το αβέβαιο μέλλον, τρυπώνει
στα σεντόνια τους.
Ενοχές που ταξιδεύουν από το
παρελθόν, λάθη που δεν είχαν την ευκαιρία να διορθωθούν, καταχωνιάστηκαν αδέξια
στα σκοτεινά δωμάτια του μυαλού και τώρα, παλεύουν να απεγκλωβιστούν.
Σαν παραμελημένο παιδί, το
παρελθόν, παίρνει τα ηνία και διεκδικεί το παρόν του. Εμφανίζεται ξανά στη ζωή
του Ορέστη και του δίνει την επιλογή να το ξαναζήσει ή να το ξαποστείλει. Όπως
και να’χει, πρέπει να το αντιμετωπίσει. Άλλωστε εκείνος το δημιούργησε. Δε
φύτρωσε μόνο του...
Θα πάρει μια βαθιά ανάσα και
θα καταδυθεί στη θάλασσα του πραγματικού του εαυτού. Εκεί, δε θα χρειαστεί να
υποδυθεί κάποιον άλλον, ούτε να κρυφτεί. Μέσα στο νερό της παρελθοντικής
μνήμης, είναι ελεύθερος να σκεφτεί, να οργιστεί, να κλάψει. Ναι. Μπορεί να
κλάψει μέσα στο νερό. Να βγει όμως στην επιφάνεια και να έχει αφήσει στο βυθό
τα φθαρμένα του λέπια...
Ας ελπίσουμε να τα καταφέρει.
Ας ελπίσουμε να τα καταφέρουμε.
Η κόρνα του βαπορέτου, με
επανέφερε στην πραγματικότητα. Ακούμπησα το βιβλίο δίπλα στο ανοιχτό παράθυρο
και το πρώτο πράγμα που έκανα ήταν να κοιταχτώ στον καθρέπτη.
Να δω αν φαίνεται και το δικό
μου προσωπείο...