«Πάμε αύριο για μπανάκι;»
Με ρώτησε ναζιάρικα το Ελενάκι. Τινάζοντας το τσουλούφι της πίσω και επιστρατεύοντας την πιο ικετευτική ματιά της. Πώς ν’αρνηθώ; Της απάντησα ένα μεγαλοπρεπές «Ό,τι θέλει το κορίτσι μου!» και την αποχαιρέτησα έξω απ’ το σπίτι της. Η φαντασία μου οργίαζε ήδη. Κυριακάτικη εκδρομή με την Ελενίτσα! Αυτή κι εγώ σε γαλάζια παραλία, να πλατσουρίζουμε στα διάφανα νερά και να κυνηγιόμαστε στ’ ακροθαλάσσι. Την ώρα που θα ανταλλάσσαμε τα υγρά φιλιά μας, θα της ψιθύριζα πως την αγαπάω και θέλω να είμαστε μαζί για πάντα. Θα με κοίταγε αποσβολωμένη και το πάνω χείλι της θα τρεμόπαιζε απ’ τη συγκίνηση. Κι ύστερα θα ξεπηδούσαν πίσω απ’ τα δέντρα οι χορευτές ενός μπαλέτου και υπό τους ήχους μιας αόρατης ορχήστρας, θα χορεύανε τριγύρω μας παλιές μελωδίες. Την τελευταία σκηνή, την αφαίρεσα απ’ τη φαντασίωσή μου, ως εντελώς ανεδαφική. Σε μια στιγμιαία κρίση αυτοκριτικής, παραδέχτηκα πως το παλιά σινεμά μου έχει δημιουργήσει μια δυσλειτουργία στη λογική ροή της σκέψης μου.
Το πρωί ξεκινήσαμε με το σαραβαλάκι μου για Σχοινιά. Είχα απογοητευτεί λίγο με την εμφάνιση της Ελενίτσας. Περίμενα να σκάσει μύτη με ψάθινο καβουράκι, εμπριμέ φουστανάκι ν’ ανεμίζει στον αέρα και τσάντα θαλάσσης με τα δέοντα. Τρανζιστοράκι, αντηλιακό, πετσετούλα και παγούρι με δροσερό νερό. Προς μεγάλη μου έκπληξη, η Ελενίτσα βγήκε απ’ την πολυκατοικία, με φρέντο καπουτσίνο στο χέρι, μια τσιγαρούκλα στραβοτυλιγμένη στο άλλο, με το μαλλί φουσκωμένο τούρλα σαν τη Νίτσα Μαρούδα στις δόξες της και μια υποψία ρούχου πάνω της, που ίσως κάποτε να υπήρξε παιδικό σωβρακοφάνελο. Τόσο μικροσκοπικό. Αφού της σφύριξαν όλοι οι αρσενικοί οργανισμοί της περιοχής, μπήκε λάγνα στο αυτοκίνητο και με φίλησε στον αέρα. Η ανάσα της μύριζε σέρτικο Αγρινίου, αλλά ευτυχώς απομακρύνθηκε εγκαίρως, πριν με πιάσει ναυτία απ’ τη δυσοσμία. «Μ’ αυτό θα πάμε;», μου πέταξε περιφρονητικά, όση ώρα διόρθωνε το τσουλούφι της στο καθρεφτάκι του συνοδηγού. «Τεσπά, άντε να ξεκινήσουμε λοιπόν! Θέλω να μαυρίσω σήμερα, να γίνω μπρούτζινη!» μου είπε με άφατη λαχτάρα.
Έκανα γαργάρα τους υπαινιγμούς της για το – ομολογουμένως παλιό - φιατάκι μου κι έβαλα ραδιόφωνο για να διασκεδάσουμε τη διαδρομή μας. Το Ελενάκι ξεφυσούσε σαν παλιά αμαξοστοιχία απ’ τη ζέστη. Στην επόμενη μία ώρα είχαμε διανύσει μόλις δέκα χιλιόμετρα, εξαιτίας της διαολεμένης κίνησης. Άρχισαν να με ζώνουν τα φίδια, αλλά το έκανα κι αυτό γαργάρα και επιστράτευσα όλη τη θετική μου σκέψη. Μέχρι να φτάσουμε στην παραλία, πλησίαζε επικίνδυνα το μεσημέρι κι εγώ κολύμπαγα ήδη στον ιδρώτα και στις ενοχές μου που δεν αξιώθηκα ακόμα, να βάλω κλιματιστικό στο αυτοκίνητο.
Φτάσαμε στον προορισμό μας, που δεν θύμιζε σε τίποτα παραλιακή περιοχή, αλλά αχανές υπαίθριο πάρκινγκ. Μας την έπεσε νεαρός με μπλοκάκι στο χέρι και τσαντάκι-μπανάνα, κρεμασμένη στη βερμούδα του. «Πέντε ευρώ το άτομο κι αν δεν βρείτε άδεια ξαπλώστρα, μπορείτε να τα εξαργυρώσετε σε φραπέ και μπουκαλάκι νερό στην καφετέρια». Η Ελενίτσα έθεσε βέτο με διαδικασία κατεπείγοντος: «Εγώ θέλω ξαπλώστρα, αλλιώς δεν την παλεύω!». Το αγόρι με τη μπανάνα κρυφογέλασε κι απ’ το ύφος του κατάλαβα πως δεν θα βρίσκαμε ούτε στασίδι ελεύθερο. Έκανα επιτόπου στροφή και ξεκινήσαμε για την επόμενη παραλία. Η θερμοκρασία είχε γίνει πια, ίσα με την ηλικία μου –σαρανταφεύγα- κι η Ελενίτσα μεταλλασσόταν από Νίτσα Μαρούδα, σε Τασσώ Καββαδία…
Διανύσαμε τη μισή ακτογραμμή του λεκανοπεδίου, ως απελπισμένοι ταξιδιώτες που αναζητούν καταφύγιο. Παντού, εικόνες συνωστισμού. Αν η Ρεπούση ήταν παρούσα, θα κατέγραφε τη νεώτερη σελίδα στην ιστορία του τόπου. Ξεκληρισμένες οικογένειες, σκυλιά, αυτοκίνητα, τζιπ, σακούλες τζάμπο, ομπρέλες σε ώμους, παιδιά να τσιρίζουν, τζιτζίκια να κρατάνε σεγόντο και ολούθε… ηλιοκαμένοι νέοι και νέες που ξεφυτρώνανε από παντού, με μπλοκάκια και μπανάνες στη μέση. «Πέντε ευρώ η είσοδος… για ξαπλώστρα θα περιμένετε στην ουρά μέχρι να αδειάσει κάποια… στην τιμή συμπεριλαμβάνεται φραπές με μπουκαλάκι νερό… για φρέντο θα πληρώσετε τη διαφορά… περάστε από δω, έχει μια κενή θέση στις ρίζες του δέντρου… στο τρίτο πεύκο δεξιά σας… βάλτε το με τον κώλο στα πουρνάρια».
Η μόνη μου παρηγοριά, ήταν οι κρυφές μου ματιές στο κορμί της Ελενίτσας. Δεν άργησα βέβαια να διαπιστώσω πως δεν ήμουν ο μόνος που ξεροστάλιαζε στη θέα του κορμιού της. «Πάμε να βουτήξουμε;» της είπα, αποφασισμένος να την πάρω μακριά απ’ τα ξελιγωμένα βλέμματα. «Πλάκα μου κάνεις; Μια ώρα τα ίσιωνα!». «Και τι θα κάνουμε ρε Ελενάκι εδώ που ρημαδοφτάσαμε; Θα τη βγάλουμε στην καρέκλα σαν παρατηρητές;». Το σκέφτηκε. Στραβοκάθησε, ρούφηξε μια γουλιά φραπέ, γκρίνιαξε πως λιώσανε τα παγάκια και τελικά ενέδωσε. «Άντε καλά… πάμε να την πέσουμε…». Ουράνια μελωδία τα λόγια της. Η φαντασία μου ήδη σκηνοθετούσε. Το αγέρι θ’ ανέμιζε τα μαλλιά της, θα με κοίταγε στα μάτια με προσήλωση και πιασμένοι χέρι-χέρι, θα βουτάγαμε στα γαλανά νερά. «Ώπα, περίμενε!... Θα μπούμε, αλλά μη μου βρέξεις το κεφάλι! », μου πέταξε την προστακτική της, σα χαστούκι στη μούρη. Η αποδόμηση του ονείρου είχε ήδη ξεκινήσει...
Η Ελενίτσα τελικά, βούτηξε τους καλοσχηματισμένους αστραγάλους της, δήλωσε πως το νερό είναι μπούζι κι έκανε στρατιωτική μεταβολή προς τα έξω. Κι εγώ έμεινα άναυδος, ν’ αγναντεύω τη θάλασσα που λαμπύριζε στις απογευματινές ακτίνες του ήλιου. Πάει και το όνειρο, πάει μαζί του αύτανδρο και το μπαλέτο. Μόνο ένας ηλικιωμένος είχε απομείνει να με κοιτάει σα χάνος, ίδιος ο μακαρίτης ο Παπαγιαννόπουλος. «Τη χούφτωσες τουλάχιστον;», διάβασα στη ματιά του.
Έκανα μακροβούτι και κολύμπησα ως εκεί που άντεχαν οι δυνάμεις μου. Μάζεψα όσον εγωισμό μου είχε απομείνει διαθέσιμος και γύρισα προς την ακτή.Βγαίνοντας έξω, διαπίστωσα πως απ’ την Ελενίτσα είχε απομείνει μόνο το πλαστικό της ποτήρι και καμιά δεκαριά γόπες, καρφωμένες στην σημείο που καθόταν. Κάθε γόπα κι ένα καρφί στην καρδιά μου. Μια παρέα που καθόταν δίπλα μας κι έπινε ασύστολα μπύρες, με ενημέρωσε χαιρέκακα. «Η κοπελιά έφυγε πριν λίγο μ’ έναν νεαρό. Κόρη σας είναι;». «Ανηψιά μου...», απάντησα πικραμένος κι ένιωθα όλη την παραλία να με φασκελώνει. Σαν τον Μαυρογιαλούρο με τους αγαθούς χωρικούς. «Όλα τα φάσκελα πάνω μου παιδιά! Όλα!...»
Με ρώτησε ναζιάρικα το Ελενάκι. Τινάζοντας το τσουλούφι της πίσω και επιστρατεύοντας την πιο ικετευτική ματιά της. Πώς ν’αρνηθώ; Της απάντησα ένα μεγαλοπρεπές «Ό,τι θέλει το κορίτσι μου!» και την αποχαιρέτησα έξω απ’ το σπίτι της. Η φαντασία μου οργίαζε ήδη. Κυριακάτικη εκδρομή με την Ελενίτσα! Αυτή κι εγώ σε γαλάζια παραλία, να πλατσουρίζουμε στα διάφανα νερά και να κυνηγιόμαστε στ’ ακροθαλάσσι. Την ώρα που θα ανταλλάσσαμε τα υγρά φιλιά μας, θα της ψιθύριζα πως την αγαπάω και θέλω να είμαστε μαζί για πάντα. Θα με κοίταγε αποσβολωμένη και το πάνω χείλι της θα τρεμόπαιζε απ’ τη συγκίνηση. Κι ύστερα θα ξεπηδούσαν πίσω απ’ τα δέντρα οι χορευτές ενός μπαλέτου και υπό τους ήχους μιας αόρατης ορχήστρας, θα χορεύανε τριγύρω μας παλιές μελωδίες. Την τελευταία σκηνή, την αφαίρεσα απ’ τη φαντασίωσή μου, ως εντελώς ανεδαφική. Σε μια στιγμιαία κρίση αυτοκριτικής, παραδέχτηκα πως το παλιά σινεμά μου έχει δημιουργήσει μια δυσλειτουργία στη λογική ροή της σκέψης μου.
Το πρωί ξεκινήσαμε με το σαραβαλάκι μου για Σχοινιά. Είχα απογοητευτεί λίγο με την εμφάνιση της Ελενίτσας. Περίμενα να σκάσει μύτη με ψάθινο καβουράκι, εμπριμέ φουστανάκι ν’ ανεμίζει στον αέρα και τσάντα θαλάσσης με τα δέοντα. Τρανζιστοράκι, αντηλιακό, πετσετούλα και παγούρι με δροσερό νερό. Προς μεγάλη μου έκπληξη, η Ελενίτσα βγήκε απ’ την πολυκατοικία, με φρέντο καπουτσίνο στο χέρι, μια τσιγαρούκλα στραβοτυλιγμένη στο άλλο, με το μαλλί φουσκωμένο τούρλα σαν τη Νίτσα Μαρούδα στις δόξες της και μια υποψία ρούχου πάνω της, που ίσως κάποτε να υπήρξε παιδικό σωβρακοφάνελο. Τόσο μικροσκοπικό. Αφού της σφύριξαν όλοι οι αρσενικοί οργανισμοί της περιοχής, μπήκε λάγνα στο αυτοκίνητο και με φίλησε στον αέρα. Η ανάσα της μύριζε σέρτικο Αγρινίου, αλλά ευτυχώς απομακρύνθηκε εγκαίρως, πριν με πιάσει ναυτία απ’ τη δυσοσμία. «Μ’ αυτό θα πάμε;», μου πέταξε περιφρονητικά, όση ώρα διόρθωνε το τσουλούφι της στο καθρεφτάκι του συνοδηγού. «Τεσπά, άντε να ξεκινήσουμε λοιπόν! Θέλω να μαυρίσω σήμερα, να γίνω μπρούτζινη!» μου είπε με άφατη λαχτάρα.
Έκανα γαργάρα τους υπαινιγμούς της για το – ομολογουμένως παλιό - φιατάκι μου κι έβαλα ραδιόφωνο για να διασκεδάσουμε τη διαδρομή μας. Το Ελενάκι ξεφυσούσε σαν παλιά αμαξοστοιχία απ’ τη ζέστη. Στην επόμενη μία ώρα είχαμε διανύσει μόλις δέκα χιλιόμετρα, εξαιτίας της διαολεμένης κίνησης. Άρχισαν να με ζώνουν τα φίδια, αλλά το έκανα κι αυτό γαργάρα και επιστράτευσα όλη τη θετική μου σκέψη. Μέχρι να φτάσουμε στην παραλία, πλησίαζε επικίνδυνα το μεσημέρι κι εγώ κολύμπαγα ήδη στον ιδρώτα και στις ενοχές μου που δεν αξιώθηκα ακόμα, να βάλω κλιματιστικό στο αυτοκίνητο.
Φτάσαμε στον προορισμό μας, που δεν θύμιζε σε τίποτα παραλιακή περιοχή, αλλά αχανές υπαίθριο πάρκινγκ. Μας την έπεσε νεαρός με μπλοκάκι στο χέρι και τσαντάκι-μπανάνα, κρεμασμένη στη βερμούδα του. «Πέντε ευρώ το άτομο κι αν δεν βρείτε άδεια ξαπλώστρα, μπορείτε να τα εξαργυρώσετε σε φραπέ και μπουκαλάκι νερό στην καφετέρια». Η Ελενίτσα έθεσε βέτο με διαδικασία κατεπείγοντος: «Εγώ θέλω ξαπλώστρα, αλλιώς δεν την παλεύω!». Το αγόρι με τη μπανάνα κρυφογέλασε κι απ’ το ύφος του κατάλαβα πως δεν θα βρίσκαμε ούτε στασίδι ελεύθερο. Έκανα επιτόπου στροφή και ξεκινήσαμε για την επόμενη παραλία. Η θερμοκρασία είχε γίνει πια, ίσα με την ηλικία μου –σαρανταφεύγα- κι η Ελενίτσα μεταλλασσόταν από Νίτσα Μαρούδα, σε Τασσώ Καββαδία…
Διανύσαμε τη μισή ακτογραμμή του λεκανοπεδίου, ως απελπισμένοι ταξιδιώτες που αναζητούν καταφύγιο. Παντού, εικόνες συνωστισμού. Αν η Ρεπούση ήταν παρούσα, θα κατέγραφε τη νεώτερη σελίδα στην ιστορία του τόπου. Ξεκληρισμένες οικογένειες, σκυλιά, αυτοκίνητα, τζιπ, σακούλες τζάμπο, ομπρέλες σε ώμους, παιδιά να τσιρίζουν, τζιτζίκια να κρατάνε σεγόντο και ολούθε… ηλιοκαμένοι νέοι και νέες που ξεφυτρώνανε από παντού, με μπλοκάκια και μπανάνες στη μέση. «Πέντε ευρώ η είσοδος… για ξαπλώστρα θα περιμένετε στην ουρά μέχρι να αδειάσει κάποια… στην τιμή συμπεριλαμβάνεται φραπές με μπουκαλάκι νερό… για φρέντο θα πληρώσετε τη διαφορά… περάστε από δω, έχει μια κενή θέση στις ρίζες του δέντρου… στο τρίτο πεύκο δεξιά σας… βάλτε το με τον κώλο στα πουρνάρια».
Λίγο πριν πέσει το απόγευμα, περιπλανιόμασταν στα βάθη της Λούτσας. Ένα καραβάνι πούλμαν είχε μόλις φύγει απ’ την περιοχή και με συνοπτικές διαδικασίες, πάρκαρα στο κενό που άφησαν πίσω τους. Απ’ την ταλαιπώρια του ταξιδιού, δεν πρόσεξα καν την περιοχή. Ήθελα μόνο να σηκωθώ απ’ το κάθισμα του αυτοκινήτου, να τεντώσω το κορμί μου και να ξεφορτώσω Ελενίτσα και εξοπλισμό παραλίας, για να ξεχυθούμε επιτέλους στα δροσερά νερά. Εις μάτην! Μόλις γύρισα το βλέμμα μου προς την ακτή, ένα ρίγος διαπέρασε το εξαθλιωμένο κορμί μου. Κοπάδια ανθρώπων ξαπλωμένα σε διάσπαρτες ξαπλώστρες. Λαϊκό υπνωτήριο. Μουσικές, ανάκατες με τσίκνες απ’ τα φουγάρα των υπαίθριων καντινών. Μέχρι να συνέρθω απ’ το σοκ, η Ελενίτσα είχε ήδη πετάξει το σωβρακοφάνελλο και είχε καβαντζώσει δυο πλαστικές καρέκλες. Διασταύρωση καντίνας με υπαίθρια τουαλέτα. Στριμωχτήκαμε ανάμεσα σε λαδωμένα κορμιά, Πακιστανούς που περιφέρανε την πραμάτεια τους, λουκουματζήδες και παιδάκια που έσκαβαν την άμμο, ξεθάβοντας καλαμάκια και γόπες. Ελλείψει χειρολαβών στο σημείο αυτό και με ορατό τον κίνδυνο να καταληφθεί από άλλους «λουόμενους» το ελάχιστο ελεύθερο έδαφος τριγύρω μας, μπαστακωθήκαμε στις καρέκλες. Τα γνωστά… Το Ελενάκι σιχτίριζε και πασαλειβόταν λάδι. Πάνω απ’ τα κεφάλια μας βούιζε η αεροπορική επιδρομή απ’ τα μπαλάκια των ρακετο-μονομάχων κι ένας θλιβερός βόμβος απ’ τα μεγάφωνα -σαν μελοποιημένο καρδιογράφημα- μου συνέθλιβε τη διάθεση.
Η μόνη μου παρηγοριά, ήταν οι κρυφές μου ματιές στο κορμί της Ελενίτσας. Δεν άργησα βέβαια να διαπιστώσω πως δεν ήμουν ο μόνος που ξεροστάλιαζε στη θέα του κορμιού της. «Πάμε να βουτήξουμε;» της είπα, αποφασισμένος να την πάρω μακριά απ’ τα ξελιγωμένα βλέμματα. «Πλάκα μου κάνεις; Μια ώρα τα ίσιωνα!». «Και τι θα κάνουμε ρε Ελενάκι εδώ που ρημαδοφτάσαμε; Θα τη βγάλουμε στην καρέκλα σαν παρατηρητές;». Το σκέφτηκε. Στραβοκάθησε, ρούφηξε μια γουλιά φραπέ, γκρίνιαξε πως λιώσανε τα παγάκια και τελικά ενέδωσε. «Άντε καλά… πάμε να την πέσουμε…». Ουράνια μελωδία τα λόγια της. Η φαντασία μου ήδη σκηνοθετούσε. Το αγέρι θ’ ανέμιζε τα μαλλιά της, θα με κοίταγε στα μάτια με προσήλωση και πιασμένοι χέρι-χέρι, θα βουτάγαμε στα γαλανά νερά. «Ώπα, περίμενε!... Θα μπούμε, αλλά μη μου βρέξεις το κεφάλι! », μου πέταξε την προστακτική της, σα χαστούκι στη μούρη. Η αποδόμηση του ονείρου είχε ήδη ξεκινήσει...
Η Ελενίτσα τελικά, βούτηξε τους καλοσχηματισμένους αστραγάλους της, δήλωσε πως το νερό είναι μπούζι κι έκανε στρατιωτική μεταβολή προς τα έξω. Κι εγώ έμεινα άναυδος, ν’ αγναντεύω τη θάλασσα που λαμπύριζε στις απογευματινές ακτίνες του ήλιου. Πάει και το όνειρο, πάει μαζί του αύτανδρο και το μπαλέτο. Μόνο ένας ηλικιωμένος είχε απομείνει να με κοιτάει σα χάνος, ίδιος ο μακαρίτης ο Παπαγιαννόπουλος. «Τη χούφτωσες τουλάχιστον;», διάβασα στη ματιά του.
Έκανα μακροβούτι και κολύμπησα ως εκεί που άντεχαν οι δυνάμεις μου. Μάζεψα όσον εγωισμό μου είχε απομείνει διαθέσιμος και γύρισα προς την ακτή.Βγαίνοντας έξω, διαπίστωσα πως απ’ την Ελενίτσα είχε απομείνει μόνο το πλαστικό της ποτήρι και καμιά δεκαριά γόπες, καρφωμένες στην σημείο που καθόταν. Κάθε γόπα κι ένα καρφί στην καρδιά μου. Μια παρέα που καθόταν δίπλα μας κι έπινε ασύστολα μπύρες, με ενημέρωσε χαιρέκακα. «Η κοπελιά έφυγε πριν λίγο μ’ έναν νεαρό. Κόρη σας είναι;». «Ανηψιά μου...», απάντησα πικραμένος κι ένιωθα όλη την παραλία να με φασκελώνει. Σαν τον Μαυρογιαλούρο με τους αγαθούς χωρικούς. «Όλα τα φάσκελα πάνω μου παιδιά! Όλα!...»
☟ ☟ ☟...
Όπως έμαθα το ίδιο βράδυ, η Ελενίτσα έφυγε αγκαζέ με τον τύπο που τη χαλβάδιαζε εδώ και καιρό. Προφανώς έπεσε σύρμα, του έδωσε στίγμα και ο τύπος μάζεψε τα φουσκωτά του μπράτσα και κατέφθασε στην παραλία για να παραλάβει Ελενίτσα και το στεγνό τσουλούφι της. Άνισος ο αγώνας μαζί του, αφού αυτός διαθέτει είκοσι χρόνια λιγότερα, καθώς και μια εντυπωσιακή συλλογή με φέτες στην κοιλιά του. Ενώ εγώ, μόνο στο καλοριφέρ του σπιτιού μου.
Και δεν χούφτωσα κιόλας… ✌
Όπως έμαθα το ίδιο βράδυ, η Ελενίτσα έφυγε αγκαζέ με τον τύπο που τη χαλβάδιαζε εδώ και καιρό. Προφανώς έπεσε σύρμα, του έδωσε στίγμα και ο τύπος μάζεψε τα φουσκωτά του μπράτσα και κατέφθασε στην παραλία για να παραλάβει Ελενίτσα και το στεγνό τσουλούφι της. Άνισος ο αγώνας μαζί του, αφού αυτός διαθέτει είκοσι χρόνια λιγότερα, καθώς και μια εντυπωσιακή συλλογή με φέτες στην κοιλιά του. Ενώ εγώ, μόνο στο καλοριφέρ του σπιτιού μου.
Και δεν χούφτωσα κιόλας… ✌
(Αφιερωμένο σε «Κάτι κουρασμένα παλληκάρια», που δεν θα γεράσουν ποτέ…)
Πολύ γλυκό και καλοκαιρινό Μαρία.
ΑπάντησηΔιαγραφήΥπάρχουν και οι Ελενίτσες υπάρχουν και οι άλλες. 'Οταν φύγει η Ελενίτσα, πάμε στις άλλες.
(παραλίες καλέ,πού πήγε το μυαλό σου? :) )
...πάμε για άλλες χυλόπιτες!
ΔιαγραφήΤζούλυ μου σ' ευχαριστώ πολύ και σου στέλνω πολλά φιλιά!
Μου άρεσε και γέλασα βεβαίως - βεβαίως, να ρωτήσω το συγκεκριμένο κείμενο γράφτηκε για την εποχή που δέναμε τα σκυλιά με τα λουκάνικα ε? Διότι την σήμερον ημέραν τέτοια κοσμοσυροή εις τας πλαζ ολίγον δύσκολον.
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαλό βράδυ
Νικόλ μου δεν ξέρω σε ποια εποχή ακριβώς αναφέρεσαι, αλλά πάντα θα υπάρχουν "σκυλιά" που κυνηγούν ένα "λουκάνικο" από πίσω... Όχι τόσο για να το φάνε, πιο πολύ γιατί το έχουν ανάγκη. Το ταξίδι μετράει άλλωστε...
ΔιαγραφήΣ' ευχαριστώ πολύ!
Παλιο αλλα καλο...
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαι δροσερο...
Γεια σου Δάσκαλε!
ΔιαγραφήΕυχαριστώ για το σχόλιο και την επίσκεψη!
Τέτοιο success story δεν έχει ξαναγίνει...
ΑπάντησηΔιαγραφήΑυτά παθαίνει όποιος δεν κατάλαβε ότι η ηλικία 40φεύγα δεν είναι ίση με 20χρόνια νεότητας και 20χρόνια εμπειρίας που δεν αθροίζονται μεταξύ τους.
Επίσης ο 40 φεύγα πρέπει να καταλάβει ότι η ψυχολογία της σημερινής Ελενίτσας δεν είναι η ψυχολογία της 20άρας του 1980 άντε 1990 (δηλαδή του περασμένου αιώνα) που ήθελε τον αγαπημένο της και ούτε καλύβα... πόσο μάλλον ξαπλώστρα και φραπέ....
Πού πας δίχως ξαπλώστρα/
Διαγραφήστον ήλιο, στην ακτή/
τη μάχη θα τη χάσεις/
καρδιά μου μοναχή...
Φλώρα μου πολλά φιλιά σου στέλνω!
Δεν ήμουν εγώ παιδιά εγώ είμαι 35 (μεταξύ μας)
ΑπάντησηΔιαγραφήΑχ βρε αυτές οι Ελενίτσες και οι Ελενίτσοι.
Αφου δεν ταιριάζετε βρε παιδιά τι επιμένετε.
Αφήστε το καλύτερα!
Φιλιά πολλά Μαράκι μου!!
Εγραψες πάλι με την ιστορία σου!
Απλή συνωνυμία!
ΔιαγραφήΕσύ Ελενάκι μου είσαι από άλλο ύφασμα φτιαγμένη.
Χαλάς την πιάτσα με τις "Ελενίτσες"...
Φιλιά πολλά και σ' ευχαριστώ πολύ-πολύ.
Για Πήλιο, πότε με το καλό;
Λέμε για αρχές Αυγούστου αν τα καταφερουμε.
ΔιαγραφήΕσύ;
Κι εμείς για τότε το κόβουμε...
ΔιαγραφήΕύβοια μεριά.
Μετράμε μέρες για την προσωρινή "αποφυλάκιση".
Φιλιά Ελενάκι μου!
Εχεις κατα νου το φαινομενο της πεταλουδας?
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαι του θερμοκηπίου επίσης...
ΔιαγραφήΦιλί ταλαιπωρημένο απόψε...
χεχε! Δεν ήξερε...δεν ρώταγε;
ΑπάντησηΔιαγραφήΝα γιατί ο ελληνικός κινηματογράφος είναι ΚΑΙ επιμορφωτικός!
Έξοχο κείμενο, φοβερό χιούμορ!
Χαρούμενη εβδομάδα μανταμίτσα μας! Να γράφετε πιο συχνά....το κοινό σας αδημονεί διαρκώς και σας περιμένει στη γωνία!
Μάκια!
Τι κενό μου με περιμένει Αριστέα μου.
ΔιαγραφήΜ' αυτά που βλέπω κι ακούω.
Φιλάκια πολλά κοριτσάκι και σ' ευχαριστώ πολύ (ξέρεις εσύ...)
χαχα...το απόλαυσα όσο τίποτα!!
ΑπάντησηΔιαγραφήΤα κουρασμένα παλικάρια πάντα μένουν με τις εικόνες(!) στο χέρι, όταν επιμένουν να κυνηγούν Ελενίτσες, εκτός αν διαθέτουν κάμπριο και χρήμα με ουρά..τότε χουφτώνουν κιόλας..χαχα...ε μέχρι να έρθει ο μπρατσαράς..μην ξεχνιόμαστε, οι Ελενίτσες δεν πουλάνε το στεγνό τους κεφάλι φτηνά!!
Τώρα όχι πως θα βάλουν μυαλό τα συγκεκριμένα παλικάρια, αλλά τουλάχιστον δε θα ονειρεύονται πως ζουν όλες τις ελληνικές ταινίες μαζί.
Να είσαι καλά..φιλιά και καλή εβδομάδα!!
Στεγνοί κι οι δυο Μαράκι μου.
ΔιαγραφήΑυτή στο τσουλούφι κι αυτός από όνειρο...
Καλή εβδομάδα και σ' ευχαριστώ πολύ που ήρθες ως εδώ!
Απολαυστικό το κείμενο!!
ΑπάντησηΔιαγραφήΒρε, τι έπαθε ο άνθρωπος...
Η αλήθεια είναι πως δεν ήξερα ποιον να λυπηθώ από τους τρεις: τον ήρωα, την Ελενίτσα, ή τον... φουσκωτό;
Πολλά φιλιά, καλή σου εβδομάδα!
"Την Ελενίτσα μην την κλαις..."
ΔιαγραφήΠάντα θα υπάρχουν στο δρόμο της φουσκωτοί και φουσκωτά (πορτοφόλια)
Εμείς να δούμε τι θα κάνουμε, με το χάλι μας.
Φιλιά πολλά Έλλη μου!
Γέλασα με την περιγραφή, αλλά γέλασα και με τα σχόλια. Αυτό ήταν το αγαπημένο μου... "Την Ελενίτσα μην την κλαις..." χαχαχα. Σαν να ήμουν κι εγώ εκεί..
ΔιαγραφήΔροσερό φιλί από Μελβούρνη
Εμ.. τά θελες και τά παθες....που πάς χρτιστιανέ μου .. με μια Ελενίτσα κορμάρα;;;γιατί για μυαλό δεν το συζητώ.... Αινστάιν...χιχι..αχ!!! αυτά τα όνειρα...τι μας κάνουν..!Το διάβαζα.. και νόμιζα οτι τον έβλεπα τον τύπο Μαρία μου...ίσως αν της έλεγε.. μια τέτοια μαντινάδα να την έριχνε....την κοπελιά....που δεν το βλέπω... ας έκανε μια προσπάθεια τουλάχιστον..τι λέω ..έ;
ΑπάντησηΔιαγραφήΘάλασσα δίχως κύματα
είναι το κοιταγμά σου
και εγώ καράβι του σεβτά
στα ματοβλέφαρα σου...!!...................φιλάκια δροσερά οπως είναι το καλοκαίρι το φετεινό.
Η μαντινάδα κατάσχεται!
ΔιαγραφήΕυχαριστώ πολύ Ρουλάκι μου γλυκό!!!
Υπεροχή και απολαυστική όπως πάντα !!!! Να έχεις ένα όμορφο και δημιουργικό καλοκαίρι.
ΑπάντησηΔιαγραφήΝα'σαι καλά Θάνο!
ΔιαγραφήΚι εσύ να περνάς καλά και να μας περιγράφεις με τις φωτογραφίες σου τα καλοκαίρια που ονειρευόμαστε να ζήσουμε...
Και με το αγαπημένο μου τραγούδι και μάλιστα από τον Μαργαρίτη, έκλεισε κι αυτός ο κύκλος του καημένου του 40φεύγα, που μου ήθελε και Μαρούδα τώρα στα γεράματα! Είσαι κανονικό σινεμά, δεν το συζητώ! Πήγα Σχοινιά και γύρισα μέσα από την αφήγηση σου!! Σε φιλώ γλυκά άτιμο "Κανελλάκη" μουουουου!!! :)))
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαι δικό μου αγαπημένο. Μαχαιρίτσας και ξερό ψωμί!
ΔιαγραφήΞεκουβάλα σιγά-σιγά και πρόσεχε μη γεμίσεις άμμο το σπίτι.
Άτιμο εσύ...
Όποιος δεν τηρεί τον κανόνα....πρώτα χουφτώνουμε και μετά πάμε για άλλα δεν γνωρίζει ότι το τέλος είναι με μαθηματική ακρίβεια διακριβωμένο.
ΑπάντησηΔιαγραφήΝα είσαι καλά Μαρία μου και το χιούμορ να σε συντροφεύει πάντα η αλλιώς....πάλι έγραψες!
Τις φιλούρες μου
Υπάρχουν ακόμα οι ρομαντικοί και ονειροπόλοι (ίσως) Χριντινάκι μου.
ΔιαγραφήΈχει κι αυτό τη γοητεία του.
Σε φιλώ γλυκά...
Πολύ ωραία γραμμένη ιστορία!
ΑπάντησηΔιαγραφήΆτυχος ο κύριος, αλλά πού πήγαινε κι αυτός; Δεν ήξερε πως στην ηλικία του έπρεπε να έχει τουλάχιστον 1800 κυβικά για να ... κάτσει καλά η Ελενίτσα;
Καλημέρες!
Fri καλώς ήρθες στα μέρη μας και σ' ευχαριστώ πολύ για την (ολόσωστη) εκδοχή σου!
ΔιαγραφήΝα'σαι καλά!
Μαράκι μου έσκισες πάλι με την ιστορία σου
ΑπάντησηΔιαγραφήαπίθανη γραφή,χαίρομαι να σε διαβάζω!
Τι να κάνουν και αυτοί οι 40αρηδες τραβάνε λαχείο
απ'το 20και αν τους κάτσει έκατσε!
Οι Ελενίτσες όμως σήμερα(υποτιμώ και τ'ονομά μου)
ξέρουν καλά τι θέλουν και δεν ρισκάρουν
τα νειάτα τους!
Υπέροχος ο Μαργαρίτης!
Φιλιά θαλασσινά γλυκιά μου!
Έμαθα και τ' όνομά σου επιτέλους!
ΑπάντησηΔιαγραφήΑν και για μένα θα είσαι πάντα η ΖΟΥΖΟΥνα μου!
Σ' ευχαριστώ πολύ που ήρθες ως εδώ και σου στέλνω μια μεγάλη στεριανή αγκαλιά, να σμίξει με τη θαλασσινή σου!!!
Και αναρωτιόμουν τόσες μέρες, γιατί δεν έβλεπα αναρτήσεις από αυτό το μπλογκ..
ΑπάντησηΔιαγραφήΤελικά εσείς γράφατε , εγώ δεν έπαιρνα είδηση, οπότε: ρίξτε κανένα φάσκελο
κι από δω παιδιά!!
Απολαυστικότατο το κείμενό σου (και οι εικόνες θα έλεγα) κι εντελώς διαχρονικό..
Τόσο, που αναρωτιέμαι αν το πραγματικό όνομα της Εύας ήταν Ελενίτσα και δεν το αναφέρουν οι Γραφές! :)
Βέβαια στις μέρες μας, με πλήθος Ελενίτσες από Ουκρανία, Αλβανία, Γεωργία κλπ,
τα ηλικιακά όρια έχουν μεταβληθεί..
Μπορείς να δεις δηλαδή Ελενίτσες, ηλικίας 50 ή και 60 χρονών, να σέρνουν κάτι ραμολιμέντα
90φεύγα, να τους στολίζουν με πλήθος κοσμητικά, κι αυτοί άβουλοι, χάριν του έρωτος,
να ακολουθούν σαν σκυλάκια!
Βέβαια το δικαίωμα του αυτοεξευτελισμού είναι αναφέρετο (και χωρίς φύλο μάλιστα),
οπότε δεν μου πέφτει λόγος...
Καλημέρα μετά από αρκετό καιρό! :))
Καλώς τον! Μου έλειψες μεσιέ...
ΑπάντησηΔιαγραφήΣωστό σε βρίσκω. Όσο υπάρχουν οι μεν, θα υπάρχουν και οι δε...
Και ναι, το δικαίωμα στην ξεφτίλα είναι αναφέρετο και αδιαπραγμάτευτο.
Να'σαι καλά Ανταίε μου, ελπίζω όλα τα στραβά να τελειώσανε αισίως!!!
ΑπάντησηΔιαγραφήΤο διδαγμα της ιστοριας μας λοιπον:
Ποτε μην πηγαινεις για βουτιες με καποια που την λενε Ελενιτσα
αν δεν εισαι ο Παρις....η πεταλουδιτσα
Λατρεύω τα διδάγματα, κυρίως υπό τη μορφή ρίμας...
ΔιαγραφήΣ' ευχαριστώ πολύ Velvet και προσυπογράφω το απόφθεγμα σου!
Να'σαι καλά!
Απίθανο ευθυμογράφημα, καταπληκτική γραφή. Θυμήθηκα Ψαθά, Γιαλαμά, Πρετεντέρη.
ΑπάντησηΔιαγραφήΘυμήθηκα τον Αυλωνίτη να λέει :"για φαντάσου, τον αγαπάει και χωρίς εξωλέμβρυα! "
ΥΓ :συγχαρητήρια για την βράβευση της ιστορίας σου, στο TEXNIS STORIES. Το άξιζε!
Φιλιά και καλημέρες.
Άννα Πάρος
Άννα μου, αν και υπερβολικό το σχόλιό σου, σ' ευχαριστώ πολύ!
ΔιαγραφήΓια όλα!...
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαλημέρα!
Κοίτα λοιπόν που στον έρωτα πήγε να χωρέσει και η Φίνος -φίλμ, πανάθεμα την..
Η σκηνοθεσία πάντως ευρηματική. Μα κι αυτό το κορίτσι τι το θέλει το τσιγάρο; Υπάρχει χειρότερο από την μπόχα στην αναπνοή;
Και να του την φάει ο νεαρός του τύπου- τι συμφορά!
Αλλά τι ταθελε κι αυτός με τα κοριτσάκια. Βρες καμιά σιτεμένη βρε να μην μπορεί να ξεμακρύνει. Που θες και νεαρούδια- τρομάρα σου!
Ωραιότατο ομολογώ!
Την καλημέρα μου- ας ευθυμήσουμε και λίγο..
Χαίρομαι αν κατάφερα να προκαλέσω, έστω και μια προσωρινή ευθυμία...
ΔιαγραφήΣ' ευχαριστώ πολύ Στρατή μου!
Το εκτιμώ πολύ που με επισκέπτεσαι...
Πάλι καλά που η Ελενίτσα έφυγε με νέο ωραίο. Για φαντάσου να την έκανε με κανα φραγκάτο γεροξεκούτη. Ακόμα πιο σοκ. όσο για το 40αρι το πάθημα γίνεται μάθημα.
ΑπάντησηΔιαγραφήφιλιά